γενική έννοια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γενική έννοια θηλυκό
- (Ορολογία) έννοια που αντιστοιχεί σε δύο ή περισσότερα αντικείμενα που αποτελούν ομάδα με κοινές ιδιότητες
- (Ο ορισμός έχει διεθνώς τυποποιηθεί με το πρότυπο ISO 1087-1:2000)
- Σημειώσεις
- Το πλάτος της γενικής έννοιας είναι ένα σύνολο που περιέχει δύο ή περισσότερα μέλη.
- Η κατασήμανση μιας γενικής έννοιας είναι ένας όρος.
- Παραδείγματα γενικών εννοιών
- «φιλόσοφος», «πανεπιστήμιο», «φυσικός αριθμός» - Αντίστοιχες κατασημάνσεις (όροι): φιλόσοφος, πανεπιστήμιο, φυσικός αριθμός.
Μεταφράσεις επεξεργασία
γενική έννοια