γενέσιος
(Ανακατεύθυνση από γενέσια)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγενέσιος, -ος, -ον
Παράγωγα
επεξεργασία- Γενέσιος: επίθετο του Ποσειδώνος
- (ουδέτερο, μόνο στον ενικό) Γενέσιον: ναός που τιμάται η γέννηση κάποιου θεού (συνήθως του Ποσειδώνα)
- (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) γενέσια: ημέρα εορτής των γενεθλίων κάποιου (συνήθως νεκρού)
Πηγές
επεξεργασία- γενέσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γενέσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.