Ετυμολογία

επεξεργασία
γειτνιάω < γείτων

γειτνιάω-γειτνιῶ ( και γειτονεύω)

  1. είμαι γείτονας, είμαι διπλανός
  2. (μεταφορικά) αγγίζω τα όρια από κάτι, μοιάζω