Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γειτνιάζων
γειτνιάζοντας
η γειτνιάζουσα το γειτνιάζον
      γενική του γειτνιάζοντος
γειτνιάζοντα
της γειτνιάζουσας
γειτνιαζούσης*
του γειτνιάζοντος
    αιτιατική τον γειτνιάζοντα τη γειτνιάζουσα το γειτνιάζον
     κλητική γειτνιάζων
γειτνιάζοντα
γειτνιάζουσα γειτνιάζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γειτνιάζοντες οι γειτνιάζουσες τα γειτνιάζοντα
      γενική των γειτνιαζόντων των γειτνιαζουσών των γειτνιαζόντων
    αιτιατική τους γειτνιάζοντες τις γειτνιάζουσες τα γειτνιάζοντα
     κλητική γειτνιάζοντες γειτνιάζουσες γειτνιάζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γειτνιάζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος γειτνιάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝi.tniˈa.zon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γει‐τνι‐ά‐ζων
ομόηχο: γειτνιάζον

  Μετοχή επεξεργασία

γειτνιάζων αρσενικό, γειτνιάζουσα θηλυκό, γειτνιάζον ουδέτερο

  • αυτός που βρίσκεται κοντά σε κάποιον, γειτονικός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    ※  Ηδη παρέχεται πρόσβαση στο κτηματολογικά διαγράμματα και σε πολλά αντικειμενικά στοιχεία που προσδιορίζουν την αξία των ακινήτων, δηλαδή τη θέση, το μέγεθος, τα όρια, τις διαστάσεις τους, σε γειτνιάζοντα στοιχεία κ.λπ.
    «Υπολογισμός της αξίας ακινήτων με ένα «κλικ»», * tovima.gr (1 Δεκεμβρίου 2021)· πρόσβαση: 2021-12-14.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία