Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γειτων-, γειτον-
ονομαστική / γείτων οἱ/αἱ γείτονες
      γενική τοῦ/τῆς γείτονος τῶν γειτόνων
      δοτική τῷ/τῇ γείτον τοῖς/ταῖς γείτοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν γείτον τοὺς/τὰς γείτονᾰς
     κλητική ! γεῖτον γείτονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γείτονε
γεν-δοτ τοῖν  γειτόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γείτων ήδη ομηρικό < άγνωστης ετυμολογίας [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γείτων, -ονος αρσενικό ή θηλυκό

  1. γείτονας
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 15
    ὣς οἱ μὲν δαίνυντο καθ' ὑψερεφὲς μέγα δῶμα | γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου κυδαλίμοιο, | τερπόμενοι·
    Ἔτσι μὲς στὸ πεντάψηλο ξεφάντωναν παλάτι | ὅλ' οἱ γειτόνοι κι οἱ δικοὶ τοῦ δοξαστοῦ Μενέλαου, | καὶ γλέντιζαν
    Μετάφραση (1900): Αργύρης Εφταλιώτης δ 10
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 346 (346-347)
    πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ᾽ ἀγαθὸς μέγ᾽ ὄνειαρ· | ἔμμορέ τοι τιμῆς ὅς τ᾽ ἔμμορε γείτονος ἐσθλοῦ·
    Τόση ο κακός ο γείτονας πληγή, όση ο καλός βοήθεια μεγάλη. | «Έπιασε την καλή» αυτός που γείτονα έλαχε καλό.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. γειτονικός

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα γειτον-

και σύνθετα γειτων-

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «γείτονας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία