Ετυμολογία

επεξεργασία
γαϊδουρο- < γαϊδούρ(ι) + -ο-

γαϊδουρο-, γαϊδουρό- & γαϊδουρ- πριν από φωνήεν

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία