γαλανάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλανάδα | οι | γαλανάδες |
γενική | της | γαλανάδας | των | γαλανάδων |
αιτιατική | τη | γαλανάδα | τις | γαλανάδες |
κλητική | γαλανάδα | γαλανάδες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- γαλανάδα < γαλανός
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαλανάδα θηλυκό
- η απόχρωση του γαλανού, το γαλανό χρώμα σε μεγάλη έκταση, που πλημμυρίζει και γεμίζει το μάτι
- Η γαλανάδα του τόπου μας
- απόχρωση του γαλανού όχι έντονη, σε σώμα στο οποιο λογικά δεν έπρεπε να παρατηρείται
- είχε μια γαλανάδα που ίσως οφειλόταν σε πρόσμιξη ξένων στοιχείων
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- γαλανάδα < γάλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαλανάδα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαλανάδα
|