γαζωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαζωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαζωτής αρσενικό (θηλυκό γαζώτρια)
- (επάγγελμα) εργαζόμενος που γαζώνει
- ※ Ο γαζωτής παραλαμβάνει τα κομμένα ρούχα και τα γαζώνει σύμφωνα με το σχέδιο κάθε ρούχου (Το επάγγελμα του Γαζωτή, epil.gr, ανάκτηση 25/12/2021, [1]])
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαζωτής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γαζωτής