γαζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαζής | οι | γαζήδες |
γενική | του | γαζή | των | γαζήδων |
αιτιατική | τον | γαζή | τους | γαζήδες |
κλητική | γαζή | γαζήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαζής αρσενικό
- (ιστορία) (Τουρκοκρατία) μουσουλμάνος που μάχεται τους εχθρούς του Ισλάμ καθώς και τιμητικός τίτλος συνοδευμένος με προνόμια που δίδονταν σ' αυτούς
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γαζής στη Βικιπαίδεια