γαβγίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γαβγίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γαβγίζω
- θα γαβγίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γαβγίζω
γαβγίσουμε