Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

βῶτις < βῶς + -τις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βῶτις θηλυκό (δωρικός τύπος · αρσενικό: βώτας & βούτας)

  1. (επάγγελμα) γελαδάρισσα
  2. βοσκοπούλα

  Πηγές επεξεργασία