Δείτε επίσης: Βῆσσα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βῆσσ αἱ βῆσσαι
      γενική τῆς βήσσης τῶν βησσῶν
      δοτική τῇ βήσσ ταῖς βήσσαις
    αιτιατική τὴν βῆσσᾰν τὰς βήσσᾱς
     κλητική ! βῆσσ βῆσσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βήσσ
γεν-δοτ τοῖν  βήσσαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βῆσσα, -ης θηλυκό

  1. φαράγγι με δέντρα, κοιλάδα
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 34 (33-34)
    ὡς δ᾽ ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη | οὔρεος ἐν βήσσῃς, ὑπό τε τρόμος ἔλλαβε γυῖα,
    Σαν άνθρωπος που απάντησε φίδι κακό στον λόγγον, | γυρίζει οπίσω, τρέμοντας εις όλα του τα μέλη
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 252 (251-253)
    «Ἤιομεν, ὡς ἐκέλευες ἀνὰ δρυμά, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ· | εὕρομεν ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα καλὰ | ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ.
    «Κινήσαμε, όπως πρόσταξες, μέσα στα δάση, Οδυσσέα λαμπρέ, | και στις κοιλάδες βρήκαμε το αρχοντικό ωραίο, χτισμένο | με πελεκημένες πέτρες, σε μέρος φυλαγμένο, να βλέπει ολόγυρα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 510 (509-511)
    πολλὰς δὲ δρῦς ὑψικόμους ἐλάτας τε παχείας | οὔρεος ἐν βήσσῃς πιλνᾷ χθονὶ πουλυβοτείρῃ | ἐμπίπτων, καὶ πᾶσα βοᾷ τότε νήριτος ὕλη·
    Πολλές βελανιδιές ψηλόκορφες κι έλατα ογκώδη | μες στα φαράγγια του βουνού τα ρίχνει κάτω στην πολύτροφη γη | σαν πέφτει πάνω τους. Κι όλο το δάσος τότε το απέραντο βοά.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
  2. είδος ποτηριού με πλατιά βάση και στενή διατομή στο επάνω μέρος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία