βῆμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βῆμᾰ | τὰ | βήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | βήμᾰτος | τῶν | βημᾰ́των |
δοτική | τῷ | βήμᾰτῐ | τοῖς | βήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | βῆμᾰ | τὰ | βήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | βῆμᾰ | βήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βῆμα < μεταγενέστερος τύπος του βᾶμα < απαθής βαθμίδα του θέματος βᾱ του βαίνω + -μα < *gwā- < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeh₂- (πατάω). Ομόρριζο με το βωμός.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βῆμα ουδέτερο
- μονάδα μήκους
- η θυμέλη του θεάτρου
- βάση αγάλματος
- τόπος ειδωλολατρίας
- έδρα δικαστή
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- βῆμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βῆμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.