πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βῆμᾰ τὰ βήμᾰτ
      γενική τοῦ βήμᾰτος τῶν βημᾰ́των
      δοτική τῷ βήμᾰτ τοῖς βήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ βῆμᾰ τὰ βήμᾰτ
     κλητική ! βῆμᾰ βήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  βημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βῆμα < μεταγενέστερος τύπος του βᾶμα < απαθής βαθμίδα του θέματος βᾱ του βαίνω + -μα < *gwā- < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeh₂- (πατάω). Ομόρριζο με το βωμός.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βῆμα ουδέτερο

  1. μονάδα μήκους
  2. η θυμέλη του θεάτρου
  3. βάση αγάλματος
  4. τόπος ειδωλολατρίας
  5. έδρα δικαστή

Άλλες μορφές

επεξεργασία