Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βύθιος η βύθια το βύθιο
      γενική του βύθιου της βύθιας του βύθιου
    αιτιατική τον βύθιο τη βύθια το βύθιο
     κλητική βύθιε βύθια βύθιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βύθιοι οι βύθιες τα βύθια
      γενική των βύθιων των βύθιων των βύθιων
    αιτιατική τους βύθιους τις βύθιες τα βύθια
     κλητική βύθιοι βύθιες βύθια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βύθιος < ελληνιστική κοινή βύθιος < αρχαία ελληνική βυθός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewb- (βαθύς)

  Επίθετο επεξεργασία

βύθιος, -α, -ο

  1. (λόγιο) που βρίσκεται ή ζει στον βυθό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) βύθια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία