βόμβυκας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βόμβυκας | οι | βόμβυκες |
γενική | του | βόμβυκα | των | βομβύκων |
αιτιατική | τον | βόμβυκα | τους | βόμβυκες |
κλητική | βόμβυκα | βόμβυκες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βόμβυκας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βόμβυξ από την αιτιατική «τόν βὸμβυκα» [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvoɱ.vi.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βόμ‐βυ‐κας
Ουσιαστικό επεξεργασία
βόμβυκας αρσενικό
- (έντομο) ο μεταξοσκώληκας
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βόμβυκας
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βόμβυκας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας