Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βόμβα υδρογόνου < βόμβα + υδρογόνο < αγγλική hydrogen bomb

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

βόμβα υδρογόνου θηλυκό

→ δείτε τη λέξη υδρογονοβόμβα