βρυώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βρυώδης | η | βρυώδης | το | βρυώδες |
γενική | του | βρυώδους | της | βρυώδους | του | βρυώδους |
αιτιατική | τον | βρυώδη | τη | βρυώδη | το | βρυώδες |
κλητική | βρυώδη(ς) | βρυώδης | βρυώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βρυώδεις | οι | βρυώδεις | τα | βρυώδη |
γενική | των | βρυωδών | των | βρυωδών | των | βρυωδών |
αιτιατική | τους | βρυώδεις | τις | βρυώδεις | τα | βρυώδη |
κλητική | βρυώδεις | βρυώδεις | βρυώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβρυώδης, -ης, -ες
- σχετικός ή κατάσπαρτος με βρύα
Μεταφράσεις
επεξεργασία βρυώδης
|