βρουκίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βρουκίτης < αγγλική brookite < en:Henry James Brooke
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βρουκίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό οξείδιο του τιτανίου