βρομοδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρομοδουλειά | οι | βρομοδουλειές |
γενική | της | βρομοδουλειάς | των | βρομοδουλειών |
αιτιατική | τη | βρομοδουλειά | τις | βρομοδουλειές |
κλητική | βρομοδουλειά | βρομοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾo.mo.ðuˈʎa/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρομοδουλειά θηλυκό
- δουλειά / εργασία που κάποιος δεν θέλει και τόσο να κάνει, γιατί είναι βρόμικη, δύσκολη κ.λπ.
- δουλειά / ενέργεια που ενέχει στοιχεία ανηθικότητας ή παραβατικότητας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βρομοδουλειά