↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρομοδουλειά οι βρομοδουλειές
      γενική της βρομοδουλειάς των βρομοδουλειών
    αιτιατική τη βρομοδουλειά τις βρομοδουλειές
     κλητική βρομοδουλειά βρομοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βρομοδουλειά < βρομο- + δουλειά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɾo.mo.ðuˈʎa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βρομοδουλειά θηλυκό

  1. δουλειά / εργασία που κάποιος δεν θέλει και τόσο να κάνει, γιατί είναι βρόμικη, δύσκολη κ.λπ.
  2. δουλειά / ενέργεια που ενέχει στοιχεία ανηθικότητας ή παραβατικότητας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία