Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχυμεσοχρόνιος η βραχυμεσοχρόνια το βραχυμεσοχρόνιο
      γενική του βραχυμεσοχρόνιου της βραχυμεσοχρόνιας του βραχυμεσοχρόνιου
    αιτιατική τον βραχυμεσοχρόνιο τη βραχυμεσοχρόνια το βραχυμεσοχρόνιο
     κλητική βραχυμεσοχρόνιε βραχυμεσοχρόνια βραχυμεσοχρόνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχυμεσοχρόνιοι οι βραχυμεσοχρόνιες τα βραχυμεσοχρόνια
      γενική των βραχυμεσοχρόνιων των βραχυμεσοχρόνιων των βραχυμεσοχρόνιων
    αιτιατική τους βραχυμεσοχρόνιους τις βραχυμεσοχρόνιες τα βραχυμεσοχρόνια
     κλητική βραχυμεσοχρόνιοι βραχυμεσοχρόνιες βραχυμεσοχρόνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραχυμεσοχρόνιος < βραχυ- + μεσοχρόνιος

  Επίθετο επεξεργασία

βραχυμεσοχρόνιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία