Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουτυρώδης η βουτυρώδης το βουτυρώδες
      γενική του βουτυρώδους της βουτυρώδους του βουτυρώδους
    αιτιατική τον βουτυρώδη τη βουτυρώδη το βουτυρώδες
     κλητική βουτυρώδη(ς) βουτυρώδης βουτυρώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουτυρώδεις οι βουτυρώδεις τα βουτυρώδη
      γενική των βουτυρωδών των βουτυρωδών των βουτυρωδών
    αιτιατική τους βουτυρώδεις τις βουτυρώδεις τα βουτυρώδη
     κλητική βουτυρώδεις βουτυρώδεις βουτυρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουτυρώδης < βούτυρο + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

βουτυρώδης

  1. που μοιάζει με βούτυρο
  2. που είναι γεμάτος βούτυρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία