Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουρ < (άμεσο δάνειο) τουρκική vur (χτύπα)

  Επιφώνημα επεξεργασία

βουρ

  1. χρησιμοποιείται ως ένδειξη βιασύνης, ορμής
  2. λέγεται για ενθάρρυνση κίνησης ή δράσης

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία