βουκέντρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βουκέντρι | τα | βουκέντρια |
γενική | του | βουκεντριού | των | βουκεντριών |
αιτιατική | το | βουκέντρι | τα | βουκέντρια |
κλητική | βουκέντρι | βουκέντρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουκέντρι < μεσαιωνική ελληνική βουκέντρι(ν) < ελληνιστική κοινή βουκέντριον < αρχαία ελληνική βοῦς + κέντρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουκέντρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του βουκέντρα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουκέντρι
|