Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουερός η βουερή το βουερό
      γενική του βουερού της βουερής του βουερού
    αιτιατική τον βουερό τη βουερή το βουερό
     κλητική βουερέ βουερή βουερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουεροί οι βουερές τα βουερά
      γενική των βουερών των βουερών των βουερών
    αιτιατική τους βουερούς τις βουερές τα βουερά
     κλητική βουεροί βουερές βουερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουερός < βουή + -ερός[1]

  Επίθετο επεξεργασία

βουερός -ή -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία