• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βοο-

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Πρόθημα
      • 1.2.1 Σύνθετα
      • 1.2.2 Δείτε επίσης

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
βοο- < βοῦς, θέμα βο- (βόδι) + -ο-

Πρόθημα

επεξεργασία

βοο-, βοό- ή βο-

  • πρόθημα για το σχηματισμό λέξεων που δηλώνουν σχέση με τα βόδια
    βοοτρόφος
    βοόστασις
    βοῶπις

Σύνθετα

επεξεργασία
  • βοο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα βοο- στο Βικιλεξικό
  • βοό- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα βοό- στο Βικιλεξικό
  • βο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα βο- στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις βοο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • νέα ελληνική: βοοειδή
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βοο-&oldid=5673006"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Μαρτίου 2023, στις 21:22

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Μαρτίου 2023, στις 21:22.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας