Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βοναπαρτισμός οι βοναπαρτισμοί
      γενική του βοναπαρτισμού των βοναπαρτισμών
    αιτιατική τον βοναπαρτισμό τους βοναπαρτισμούς
     κλητική βοναπαρτισμέ βοναπαρτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοναπαρτισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική bonapartisme[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βοναπαρτισμός αρσενικό

  • πολιτικό φαινόμενο κατά το οποίο η εξουσία συγκεντρώνεται σε ένα πρόσωπο που έχει τη λαϊκή αποδοχή, κυβερνά αυταρχικά και, ακόμη κι αν πιστεύει ότι υπερασπίζεται τα λαϊκά συμφέροντα, στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τους στόχους μιας ολιγαρχίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία