βογιάρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βογιάρος | οι | βογιάροι |
γενική | του | βογιάρου | των | βογιάρων |
αιτιατική | τον | βογιάρο | τους | βογιάρους |
κλητική | βογιάρε | βογιάροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βογιάρος < (άμεσο δάνειο) ρωσική бояре (bojáre), πληθυντικός αριθμός του боярин (bojárin)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βογιάρος αρσενικό