Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλεφαρικός η βλεφαρική το βλεφαρικό
      γενική του βλεφαρικού της βλεφαρικής του βλεφαρικού
    αιτιατική τον βλεφαρικό τη βλεφαρική το βλεφαρικό
     κλητική βλεφαρικέ βλεφαρική βλεφαρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλεφαρικοί οι βλεφαρικές τα βλεφαρικά
      γενική των βλεφαρικών των βλεφαρικών των βλεφαρικών
    αιτιατική τους βλεφαρικούς τις βλεφαρικές τα βλεφαρικά
     κλητική βλεφαρικοί βλεφαρικές βλεφαρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλεφαρικός < βλέφαρο + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

βλεφαρικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία