βλαστάριον
Ετυμολογία
επεξεργασία- βλαστάριον < βλαστ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβλαστάριον ουδέτερο
- (βοτανική) το βλαστάρι, νέος βλαστός
- (μεταφορικά) νέο δημιούργημα
- (μεταφορικά) το τέκνο, το παιδί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βλαστάνω
Πηγές
επεξεργασία- βλαστάριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- βλαστάρι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].