Ετυμολογία

επεξεργασία
βλαστάριον < βλαστ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -άριον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βλαστάριον ουδέτερο

  1. (βοτανική) το βλαστάρι, νέος βλαστός
  2. (μεταφορικά) νέο δημιούργημα
  3. (μεταφορικά) το τέκνο, το παιδί

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βλαστάνω