βλαμάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βλαμάκι | τα | βλαμάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βλαμάκι | τα | βλαμάκια |
κλητική | βλαμάκι | βλαμάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλαμάκι < βλάμης + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλαμάκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) υποκοριστικό του βλάμης
- Μες στην ταβέρνα τα βλαμάκια, βρε παιδιά, ο καθένας και ένα πόνο έχει στην καρδιά. (Στίχοι τραγουδιού του Παναγιώτη Τούντα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
βλαμάκι
|