Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιοφαρμακευτικός η βιοφαρμακευτική το βιοφαρμακευτικό
      γενική του βιοφαρμακευτικού της βιοφαρμακευτικής του βιοφαρμακευτικού
    αιτιατική τον βιοφαρμακευτικό τη βιοφαρμακευτική το βιοφαρμακευτικό
     κλητική βιοφαρμακευτικέ βιοφαρμακευτική βιοφαρμακευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιοφαρμακευτικοί οι βιοφαρμακευτικές τα βιοφαρμακευτικά
      γενική των βιοφαρμακευτικών των βιοφαρμακευτικών των βιοφαρμακευτικών
    αιτιατική τους βιοφαρμακευτικούς τις βιοφαρμακευτικές τα βιοφαρμακευτικά
     κλητική βιοφαρμακευτικοί βιοφαρμακευτικές βιοφαρμακευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοφαρμακευτικός < βιο- + φαρμακευτικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική biopharmaceutical

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.o.faɾ.ma.ce.ftiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐φαρ‐μα‐κευ‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

βιοφαρμακευτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr