βιοτυπολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοτυπολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biotypology < αρχαία ελληνική βίος + τύπος (< τύπτω) + λέγω
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοτυπολογία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοτυπολογία