βιοσυμβατότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοσυμβατότητα < βιο- + συμβατότητα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.o.siɱ.vaˈto.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐συμ‐βα‐τό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοσυμβατότητα θηλυκό
- (νεολογισμός, βιολογία) η ιδιότητα ενός υλικού να λειτουργεί σε μια συγκεκριμένη κατάσταση μέσω της κατάλληλης απόκρισης του ξενιστή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοσυμβατότητα
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr