Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιοκαλλιεργητής οι βιοκαλλιεργητές
      γενική του βιοκαλλιεργητή των βιοκαλλιεργητών
    αιτιατική τον βιοκαλλιεργητή τους βιοκαλλιεργητές
     κλητική βιοκαλλιεργητή βιοκαλλιεργητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοκαλλιεργητής < βιο- + καλλιεργητής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.o.ka.li.eɾ.ʝiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐καλ‐λι‐ερ‐γη‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοκαλλιεργητής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr