βιοαερίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιοαερίωση | οι | βιοαεριώσεις |
γενική | της | βιοαερίωσης | των | βιοαεριώσεων |
αιτιατική | τη | βιοαερίωση | τις | βιοαεριώσεις |
κλητική | βιοαερίωση | βιοαεριώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοαερίωση < βιο- + αέρι(ο) + -ωση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική biogasification
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.o.a.eˈɾi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐α‐ε‐ρί‐ω‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοαερίωση θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαδικασία παραγωγής βιοαερίου μέσω αποσύνθεσης της βιομάζας
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοαερίωση
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr