βινυλίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βινυλίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική vinylite < λατινική vinum + αρχαία ελληνική ὕλη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβινυλίτης αρσενικό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του βινύλιο (ως υλικό για την κατασκευή διαφόρων πραγμάτων)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βινυλίτης
|