βιντεοκλήση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιντεοκλήση | οι | βιντεοκλήσεις |
γενική | της | βιντεοκλήσης* | των | βιντεοκλήσεων |
αιτιατική | τη | βιντεοκλήση | τις | βιντεοκλήσεις |
κλητική | βιντεοκλήση | βιντεοκλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιντεοκλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βιντεοκλήση < βίντεο + -ο- + κλήση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική video call)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιντεοκλήση θηλυκό
- (τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες, νεολογισμός) μορφή τηλεπικοινωνίας που επιτρέπει την ταυτόχρονη μετάδοση ήχου και βίντεο μεταξύ δύο ή περισσότερων χρηστών σε πραγματικό χρόνο, χρησιμοποιώντας κατάλληλες συσκευές (π.χ. κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές) και δίκτυα επικοινωνίας (π.χ. διαδίκτυο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιντεοκλήση