Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βιασμέν
ος
η
βιασμέν
η
το
βιασμέν
ο
γενική
του
βιασμέν
ου
της
βιασμέν
ης
του
βιασμέν
ου
αιτιατική
τον
βιασμέν
ο
τη
βιασμέν
η
το
βιασμέν
ο
κλητική
βιασμέν
ε
βιασμέν
η
βιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βιασμέν
οι
οι
βιασμέν
ες
τα
βιασμέν
α
γενική
των
βιασμέν
ων
των
βιασμέν
ων
των
βιασμέν
ων
αιτιατική
τους
βιασμέν
ους
τις
βιασμέν
ες
τα
βιασμέν
α
κλητική
βιασμέν
οι
βιασμέν
ες
βιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
βιασμένος
που έχει
βιαστεί
(εξαναγκαστεί σε σεξουαλική πράξη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιασμένος
αγγλικά
:
raped
(en)