• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βιασμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιασμένος η βιασμένη το βιασμένο
      γενική του βιασμένου της βιασμένης του βιασμένου
    αιτιατική τον βιασμένο τη βιασμένη το βιασμένο
     κλητική βιασμένε βιασμένη βιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιασμένοι οι βιασμένες τα βιασμένα
      γενική των βιασμένων των βιασμένων των βιασμένων
    αιτιατική τους βιασμένους τις βιασμένες τα βιασμένα
     κλητική βιασμένοι βιασμένες βιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
βιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βιάζω

Μετοχή

επεξεργασία

βιασμένος

  • που έχει βιαστεί (εξαναγκαστεί σε σεξουαλική πράξη)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    βιασμένος
  • αγγλικά : raped (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βιασμένος&oldid=5461664"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 19:45

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 19:45.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας