Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βηματοδότης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βηματοδότ
ης
οι
βηματοδότ
ες
γενική
του
βηματοδότ
η
των
βηματοδοτ
ών
αιτιατική
τον
βηματοδότ
η
τους
βηματοδότ
ες
κλητική
βηματοδότ
η
βηματοδότ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βηματοδότης
<
→
λείπει η ετυμολογία
ένας από τους πρώτους
βηματοδότες
(1964)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βηματοδότης
αρσενικό
(
ιατρική
) η συσκευή που εμφυτεύεται σε ασθενείς με
αρρυθμίες
και ρυθμίζει τον καρδιακό παλμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βηματοδότης
αγγλικά
:
pacemaker
(en)
γαλλικά
:
stimulateur
(fr)
cardiaque
(fr)