Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βεβαιωμένος η βεβαιωμένη το βεβαιωμένο
      γενική του βεβαιωμένου της βεβαιωμένης του βεβαιωμένου
    αιτιατική τον βεβαιωμένο τη βεβαιωμένη το βεβαιωμένο
     κλητική βεβαιωμένε βεβαιωμένη βεβαιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βεβαιωμένοι οι βεβαιωμένες τα βεβαιωμένα
      γενική των βεβαιωμένων των βεβαιωμένων των βεβαιωμένων
    αιτιατική τους βεβαιωμένους τις βεβαιωμένες τα βεβαιωμένα
     κλητική βεβαιωμένοι βεβαιωμένες βεβαιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεβαιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βεβαιώνω

  Μετοχή επεξεργασία

βεβαιωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία