βεβαιωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βεβαιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βεβαιώνω
Μετοχή επεξεργασία
βεβαιωμένος, -η, -ο
- σίγουρος ή πεπεισμένος για κάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
βεβαιωμένος
|
βεβαιωμένος, -η, -ο
|