Ετυμολογία

επεξεργασία
βαφτιστικά < ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός ουδετέρου του βαφτιστικός: τα βαφτιστικά ρούχα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαφτιστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

βαφτιστικά