Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βαυκός βαυκή τὸ βαυκόν
      γενική τοῦ βαυκοῦ τῆς βαυκῆς τοῦ βαυκοῦ
      δοτική τῷ βαυκ τῇ βαυκ τῷ βαυκ
    αιτιατική τὸν βαυκόν τὴν βαυκήν τὸ βαυκόν
     κλητική ! βαυκέ βαυκή βαυκόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βαυκοί αἱ βαυκαί τὰ βαυκᾰ́
      γενική τῶν βαυκῶν τῶν βαυκῶν τῶν βαυκῶν
      δοτική τοῖς βαυκοῖς ταῖς βαυκαῖς τοῖς βαυκοῖς
    αιτιατική τοὺς βαυκούς τὰς βαυκᾱ́ς τὰ βαυκᾰ́
     κλητική ! βαυκοί βαυκαί βαυκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαυκώ τὼ βαυκᾱ́ τὼ βαυκώ
      γεν-δοτ τοῖν βαυκοῖν τοῖν βαυκαῖν τοῖν βαυκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαυκός < βαυκαλάω λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

βαυκός, -ή, -όν

  1. που προσποιείται με νάζια, χαϊδεύεται
  2. τρυφερός, αβρός[1]

Συνώνυμα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .