βατευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βατευτής | οι | βατευτές |
γενική | του | βατευτή | των | βατευτών |
αιτιατική | τον | βατευτή | τους | βατευτές |
κλητική | βατευτή | βατευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βατευτής αρσενικό
- αυτός που βατεύει
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βατευτής
|