↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βᾰσιλειο-
ονομαστική τὸ βασίλειον τὰ βασίλει
      γενική τοῦ βασιλείου τῶν βασιλείων
      δοτική τῷ βασιλεί τοῖς βασιλείοις
    αιτιατική τὸ βασίλειον τὰ βασίλει
     κλητική ! βασίλειον βασίλει
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βασιλείω
γεν-δοτ τοῖν  βασιλείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βασίλειον < βασιλ(εύς) + -ειον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βασίλειον ουδέτερο

  1. παλάτι
  2. βασιλικό θησαυροφυλάκιο
  3. (ελληνιστική σημασία) πρωτεύουσα αυτοκρατορίας
  4. (ελληνιστική σημασία) διάδημα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία