βαρυκαιριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαρυκαιριά | οι | βαρυκαιριές |
γενική | της | βαρυκαιριάς | των | βαρυκαιριών |
αιτιατική | τη | βαρυκαιριά | τις | βαρυκαιριές |
κλητική | βαρυκαιριά | βαρυκαιριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβαρυκαιριά θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κακοκαιρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαρυκαιριά
|