βαμβακόπιτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαμβακόπιτα θηλυκό
- είδος ζωοτροφής που προέρχεται από το σπόρο του βαμβακιού, από τον οποίο έχει αφαιρεθεί το βαμβακέλαιο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαμβακόπιτα
|