βακτηρίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βακτηρίωση | οι | βακτηριώσεις |
γενική | της | βακτηρίωσης* | των | βακτηριώσεων |
αιτιατική | τη | βακτηρίωση | τις | βακτηριώσεις |
κλητική | βακτηρίωση | βακτηριώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βακτηριώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βακτηρίωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bacteriosis < αρχαία ελληνική βακτήριον < βακτηρία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βακτηρίωση θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βακτηρίωση