βακτήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βακτήριον | τὰ | βακτήριᾰ |
γενική | τοῦ | βακτηρίου | τῶν | βακτηρίων |
δοτική | τῷ | βακτηρίῳ | τοῖς | βακτηρίοις |
αιτιατική | τὸ | βακτήριον | τὰ | βακτήριᾰ |
κλητική ὦ! | βακτήριον | βακτήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βακτηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βακτηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βακτήριον < βακτηρ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβακτήριον ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βακτήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βακτήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.