Ετυμολογία

επεξεργασία
βαβίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαβίζω < (ηχομιμητική λέξη)

βαβίζω

  1. βρίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. μουρμουρίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  3. (σπάνιο, ιδιωματικό) γαβγίζω [1]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαβίζω < λείπει η ετυμολογία

βαβίζω

Συγγενικά

επεξεργασία