βαβίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαβίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαβίζω < (ηχομιμητική λέξη)
Ρήμα
επεξεργασίαβαβίζω
- βρίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- μουρμουρίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (σπάνιο, ιδιωματικό) γαβγίζω [1]
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- βαΰζω (αρχαία ελληνικά)
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βαβίζω
→ δείτε τη λέξη γαβγίζω |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαβίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαβαβίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βαβίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].