βαβά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βαβά < παιδική γλώσσα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαβά θηλυκό
- (σε μερικές τοπικές διαλετους) άλλη μορφή του βάβα, γιαγιά
Σημειώσεις
επεξεργασία- το θηλυκό χρησιμοποιήθηκε μόνο στον ενικό